επαμειβόμενο

επαμειβόμενο
το
βλ. έπαθλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έπαθλο — το 1. βραβείο που απονέμεται στο νικητή αγώνων ή διαγωνισμών. 2. φρ., «επαμειβόμενο έπαθλο», έπαθλο αγώνων που ο νικητής δεν μπορεί να το κρατήσει οριστικά, παρά μόνο αν το κατακτήσει σε τρεις αγωνιστικές περιόδους. 3. (λογ.), ο τέταρτος τρόπος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”